Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιοδιασπώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιοδιασπώ [vioδiaspó] -ώμαι Ρ10.8 : διασπώ με βιολογικές διαδικασίες: Aπορρυπαντικά / φυτοφάρμακα βιοδιασπώμενα.

[λόγ. βιο- + διασπώ μτφρδ. αγγλ. biodegrade (bio- = βιο-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go