Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιγλίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιγλίζω [viγlízo] Ρ2.1α : (παρωχ., λογοτ.) παρατηρώ από ψηλά. || (επέκτ.) φυλάω σκοπός.

[μσν. βιγλίζω < βίγλ(α) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βιγλίζω· βεγλίζω.
  • 1) Φρουρώ:
    • απάνω εις τα τειχία διά να βιγλίζουνε (Χρον. σουλτ. 857).
  • 2) Εποπτεύω, διοικώ:
    • όσον να βάλει εις αυτούς αυθέντας να βιγλίζουν (Σταυριν. 770).
  • 3) Καιροφυλακτώ, παραφυλάω:
    • φύγετε ογλήγορα, ’τί αφέντης μου βιγλίζει (Γαδ. διήγ. 77).
  • 4) Παρακολουθώ με το βλέμμα· επιτηρώ:
    • να βάλει ανθρώπους να τον βεγλίσουν (Συναδ. φ. 49ν).
  • 5)
    • α) Κοιτάζω, αντικρίζω, βλέπω:
      • Εβίγλισεν ο ταπεινός δεξιά και αριστερά του (Ανακάλ. 30· Ασσίζ. 3309), (Σπαν. O 59
    • β) καμαρώνω:
      • κυρά μου, στα να σε βιγλίσω (Κυπρ. ερωτ. 451
    • γ) αγριοκοιτάζω:
      • Αυτός, σαν ήτον άτυχος, πάντα εβίγλιζέ με (Γαδ. διήγ. 333).
  • 6) Βρίσκω, επιτυγχάνω:
    • πέτε μου … πού την ’λεμοσύνην να βιγλίσω (Κυπρ. ερωτ. 10333).
  • 7) Εξετάζω, ερευνώ:
    • οι κριτάδες εντέχεται να βιγλίσουν επάνω εις το αυτόν έγκλημαν (Ασσίζ. 33021).
  • 8) Επιθεωρώ:
    • ποίσε και βίγλισε όλον το κάστρον καταληπτώς (Μαχ. 50819).
  • 9) Διαπιστώνω:
    • Πως έχασες την δόξαν δεν βιγλίζεις (Κυπρ. ερωτ. 9423).
  • 10) Αποφασίζω:
    • είμαι ότοιμος να ποίσω εκείνον τό να βιγλίσει η αυλή (Ασσίζ. 19713).

[<ουσ. βίγλα + κατάλ. ίζω. Πβ. παλαιότ. βιγλεύω (4. αι., DGE, LBG, ΙΛ). Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go