Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βεντετίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βεντετίζω [vendetízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι εκκεντρικά και υπεροπτικά, σαν βεντέτα 2: Πολλοί ποδοσφαιριστές άρχισαν να βεντετίζουν.

[λόγ. βεντέτ(α) 2 -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go