Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βεβηλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βεβηλώνω [vevilóno] -ομαι Ρ1 : παραβιάζω και μιαίνω κτ. που θεωρείται ιερό ή σεβαστό: Bεβήλωσαν τους τάφους / το ναό / τις εικόνες. || (μτφ.): Bεβήλωσε το νόημα της δημοκρατίας. Bεβηλώθηκε η μνήμη των προγόνων μας.

[λόγ. < ελνστ. βεβηλ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go