Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαττολογώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βαττολογώ.
  • Φλυαρώ:
    • Πολλά εβαττολόγησας λόγους πολυλογίας (Διήγ. παιδ. 812).

[μτγν. βαττολογέω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go