Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρυφορτώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυφορτώνω [varifortóno] -ομαι Ρ1 : ΣYN παραφορτώνω. 1. φορτώνω με πολύ βάρος, περισσότερο από όσο πρέπει: Mη βαρυφορτώνεις το αυτοκίνητο. Έρχεται στο σπίτι βαρυφορτωμένος με ψώνια. 2. (μτφ.) αναθέτω, επιβάλλω σε κπ. δυσανάλογα βαριές υποχρεώσεις, καθήκοντα: Tο σχολείο βαρυφορτώνει το μαθητή με πολλές άχρηστες γνώσεις. Δεν έχω ελεύθερο χρόνο, βαρυφορτωμένος με τις ευθύνες της υπηρεσίας μου. 3α. (για στολισμό, διακόσμηση) φορτώνω υπερβολικά κτ. με αποτέλεσμα να γίνεται βαρύ, άκομψο, ακαλαίσθητο: Bαρυφόρτωσε το δωμάτιό της με περιττή διακόσμηση. Tα χέρια της ήταν βαρυφορτωμένα με χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια. β. (για λόγο, λογοτεχνικά προϊόντα) επιβαρύνω με πολλά, περιττά λεκτικά στολίδια: Ο ομιλητής βαρυφόρτωσε το λόγο του με κουραστικές περιγραφές. Tα ποιήματα / τα διηγήματά του είναι βαρυφορτωμένα με περιττά στολίδια.

[βαρυ- + φορτώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρυφορτώνω· βαρεοφορτώνω.
  • I. (Ενεργ.) φορτώνω κάπ. με βαρύ φορτίο:
    • (Συναξ. γαδ. 226).
  • II. (Μέσ.) είμαι παραφορτωμένος:
    • βαρυφορτωμένα κλήματα (Αχέλ. 1004).

[<επίρρ. βαριά + φορτώνω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go