Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρυκαρδίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυκαρδίζω [varikarδízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) στενοχωρώ κπ. πολύ.

[μσν. βαρυκαρδίζω < βαρύκαρδ(ος < βαρυ- + καρδ(ιά) -ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρυκαρδίζω.
  • Στενοχωρώ πολύ κάπ., δυσαρεστώ κάπ.:
    • τας γυναίκας τους να βρίζουν και να τας βαρυκαρδίζουν (Συναξ. γυν. 1022).

[<επίθ. βαρύκαρδος + κατάλ. ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go