Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρίσκω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βαρίσκω· μτχ. παρκ. βαρισμένος.
  • Α´ (Μτβ.) χτυπώ, πληγώνω:
    • (Ερωτόκρ. Δ´ 955).
  • Β´ (Αμτβ.) πληγώνομαι:
    • (αυτ. Α´ 342).

[<βαρώ + κατάλ. ίσκω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go