Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαλτώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλτώνω [valtóno] -ομαι Ρ1 : 1. μεταβάλλομαι σε βάλτο: Bάλτωσε ο τόπος / το χωράφι απ΄ τις βροχές. 2. (μτφ.) περιέρχομαι σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο· αποτελματώνομαι: Bάλτωσε η υπόθεση και δεν προχωράει καθόλου. Οι πρόσφατες απεργίες τάραξαν τα βαλτωμένα νερά του συνδικαλισμού.

[βάλτ(ος) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go