Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαβίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βαβίζω.
  • Γαβγίζω:
    • οι μεν εμούγγριζον, άλλοι δε εβάβιζον (Σπανός D 574).

[μτγν. βαβίζω. Βλ. και βαΰζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go