Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αύτανδρος -η -ο [áftanδros] Ε5 : για πλοίο που βυθίζεται με όλο του το πλήρωμα και τους επιβάτες, χωρίς να σωθεί κανείς: Aλιευτικό σκάφος βυθίστηκε αύτανδρο.
[λόγ. < ελνστ. αὔτανδρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αύτανδρος, -η, -ο [áftan∂ros] (L) naut
- including everyone on board, w. all hands:
- το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο |
- χάθηκε με αύτανδρη την ψαροπούλα του μια βραδιά στον A΄ παγκόσμιο πόλεμο (Zappas) |
- fig η αγάπη του πλούτου .. και η φιληδονία .. καταποντίζουν αύτανδρη τη ζωή μας (Papanoutsos)
[fr kath αύτανδρος ← K (Polyb +), cpd w. combin form -ανδρος; cf ἄνανδρος, ἄντανδρος, λείψανδρος etc]
- including everyone on board, w. all hands:



