Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχτιδωτός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχτιδωτός -ή -ό [axtiδotós] Ε1 : (λαϊκότρ.) ακτινωτός.

[αχτίδ(α)I -ωτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτιδωτός, -ή, -ό [axti∂otós]
  • ① of or pertaining to (light) rays, radial:
    • σαν λαμπυρίζουν τ' αστέρια, .. βέλη αχτιδωτά σουβλάνε ίσα πέρα την καρδιά τη νυχτερινή (Papatsonis)
  • ⓐ emitting (light) rays, radiant, brilliant, shining (syn in αχτιδοβόλος 1):
    • αχτιδωτά σμαράγδια
  • ② endowed w. or shaped like rays, radiated, radial (syn ακτινοειδής, ακτινωτός):
    • αχτιδωτή κορνίζα, κορώνα |
    • η λευκή σημαία του εγγλέζικου ναυτικού με τον κόκκινο σταυρό στη μέση και την αχτιδωτή κόχη (DOikonomidis) |
    • τηγανοειδή σκεύη με κύριο στοιχείο διακόσμησης .. τους μεγάλους αχτιδωτούς αστέρες (ASakellariou) |
    • poem γλαυκά πουλιά και κόκκινα 'πα στην αχτιδωτή του | σταμάτησαν την πύλη (Skipis)
  • ⓑ arranged like rays, extending in radial fashion, radial:
    • είχα πια πάρει τα μπρος - πίσω κάμποσα από τ' αχτιδωτά μονοπάτια (EKazantz)

[der of αχτιδωτά; cf ακτινωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go