Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχνοφέγγω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχνοφέγγω [axnoféŋgo] Ρ αόρ. αχνόφεξα, απαρέμφ. αχνοφέξει (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : για φως που μόλις αρχίζει να φαίνεται: Aχνοφέγγει η μέρα.

[αχν(ός) -ο- + φέγγω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνοφέγγω [axnoféŋgo] ipf αχνόφεγγα, aor subj αχνοφέξω
  • ① gleam or glow faintly, glimmer (syn αχνοφωτίζω 2, θαμποφέγγω, near-syn αχνογυαλίζω):
    • αχνοφέγγει το καντήλι |
    • αχνοφέγγουν τα άστρα |
    • αγνάντεψαν δυο τρία κοντινά φώτα, που αχνόφεγγαν από τις χαραμάδες των σπιτιών (LAkritas) |
    • το μουντό φως .. αφήνει να αχνοφέγγουν οι ασκητικές μορφές των αγίων (Varelas) |
    • έβλεπε να αχνοφέγγει γύρω από το κεφάλι του κάτι που έμοιαζε με το ουράνιο τόξο (Vasilikos) |
    • η μοίρα της είναι να μείνει για καιρό ερημική, ωσότου αχνοφέξει κάποια μακρινή αυγή (Chourmouzios)
  • ⓐ 3sg impers it is faintly light, it is not completely dark:
    • κοίταξε όξω, σα μέσ' από 'να παραθύρι· σκοτάδι, όμως αχνόφεγγε (Katiforis) |
    • μόλις έπαιρνε ν' αχνοφέγγει, καβάλησε το γαϊδουράκι και πήρε το δρόμο για την Kωνσταντινούπολη (Sardelis)
  • ② fig shine dimly, emerge vaguely, be faintly visible (syn θαμποφέγγω, near-syn αχνοφαίνομαι):
    • γράφονται και πολλά [βιβλία], που δίνουν κάποιες ελπίδες· αχνοφέγγουν οι ιδιοφυΐες (Panagiotop) |
    • μέσ' απ' αυτούς τους στίχους αχνοφέγγει η μορφή των πρώτων σολωμικών τραγουδιών (Chatzinis) |
    • αχνόφεγγε στο βάθος η ελπίδα ότι όλα αυτά είναι ένα κακό όνειρο (Petsalis)

[cpd w. φέγγω; cf αντιφέγγω, καλο-, πολύ, τρεμοφέγγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go