Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφτιάζομαι [aftjázome] ipf αφτιαζόμουν, aor αφτιάστηκα
- ① prick up one's ears, listen attentively or alertly, give ear, hearken (syn in αφουγκράζομαι 1):
- αφτιάζεται καλά· ακούει τικ-τακ, τικ-τακ σα ν' αργοστάλαζε νερό (Karkavitsas) |
- το λάφι λοιπόν κοντοστεκόταν, αφτιαζότανε, ύστερα έτρεξε λίγο (Petsalis) |
- όσοι ακούσαν τ' όνομά του, αφτιάστηκαν, προσέχουν (id.) |
- ύψωνε το κεφάλι και το γύριζε δεξιά κι αριστερά σαν το λαγωνικό, που αφτιάζεται και μυρίζεται τον αέρα (Kokkinos)
- ⓐ be alert to catch an expected sound, wait to hear, listen for (syn αφουγκράζομαι 1b):
- οι τρεις άντρες μείναν για λίγο ασάλευτοι, ως να αφτιαζούντανε μιαν άγνωστη φοβέρα (Foteinos)
- ② follow by ear, give ear to, listen to (syn in αφουγκράζομαι 2):
- αφτιάζεται τους κρότους, που βγάζει ξερούς .. η μηχανή (Karkavitsas) |
- poem συχνά στης καρδιάς του τα πύρινα βάθη | αφτιάζεται ήχους κρυφής μουσικής (Palam) |
- α, να μας έλεγες τ' ακούσματά σου, καθώς αφτιάζεσαι τους αγνώριστους | ήχους! (Xydis)
[der of αφτί ← (αφτίν) w. suff -ιάζομαι]
- ① prick up one's ears, listen attentively or alertly, give ear, hearken (syn in αφουγκράζομαι 1):