Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφηνιάζω [afiniázo & afinázo] Ρ2.1α μππ. αφηνιασμένος : 1.(για ζώα, κυρίως άλογα) τρέχω μανιασμένα προς μια τυχαία κατεύθυνση: Aφηνίασε το άλογο και έριξε κάτω τον καβαλάρη του. Tο κοπάδι ξεχύθηκε αφηνιασμένο στον κάμπο. 2. (για πρόσ.) αφήνω τον εαυτό μου να παρασυρθεί, από ένα βίαιο συναίσθημα ή ένα σφοδρό πάθος, σε μια συμπεριφορά παράφορη και βίαιη: Aφηνίασε / έκανε σαν αφηνιασμένος από το κακό του. || ξεπερνώ κάθε ηθικό φραγμό.
[λόγ. < ελνστ. ἀφηνιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφηνιάζω.
-
- Eξεγείρομαι, στασιάζω:
- ίνα μη ο συρφετώδης όχλος ατακτήσας αφηνιάσῃ (Δούκ. 2832).
[μτγν. αφηνιάζω. H λ. και σήμ.]
- Eξεγείρομαι, στασιάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηνιάζω [afiniázo] ipf αφηνίαζα (& αφήνιαζα), aor αφηνίασα (& αφήνιασα), pf & plupf έχω-είχα αφηνιάσει, (L)
- ① run wildly or uncontrollably, bolt:
- το γαϊδούρι αφηνίασε και ο αναβάτης έπεσε |
- πάλευε να κουμαντάρει τ' άλογό του, που 'χε αφηνιάσει (Roufos)
- ② fig get out of control, run wild:
- πέρασαν .. αστραπιαία από τα μάτια μας σα φιλμ κινηματογράφου, που του αφηνίασε για μια στιγμή η μηχανή (Ouranis) |
- αφηνίασε η φαντασία και φτάσανε στο παραλήρημα της χλιδής (Psathas) |
- το βαπόρι μας αφηνιάζει σαν ακυβέρνητο μέσα στην κόλαση των αφρών (Athanasiadis-N) |
- το δεξί μου πόδι .. αφήνει το βάρος του να πέφτει ολάκερο πάνω στον επιταχυντήρα· το αυτοκίνητο αφηνιάζει (Chourmouziadis)
- ⓐ run amok, rage violently, become frenzied, flare up (syn απολυσσιάζω, αποχαλινώνομαι, μανιάζω):
- αφηνιάζει το κομματικό ραδιόφωνο (Palaiologos) |
- φέρνει τα χέρια του στις τσέπες, .. αλλά μη βρίσκοντας τίποτα, αφηνιάζει, ξεσπά, ουρλιάζει (Psathas) |
- ο αριστερός τύπος είχε αφηνιάσει εναντίον του (Nakou) |
- με είχε πειράξει και η θάλασσα, που είχε αφηνιάσει τις τρεις τελευταίες μέρες (Stratou)
[fr MG (Ducas) αφηνιάζω ← PatrG (Epiphanius, 4th c.), K, cpd of pref αφ- & ηνία]
- ① run wildly or uncontrollably, bolt: