Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφερματίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφερματίζω [afermatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) βγάζω από ένα πλοίο το έρμα1 του.

[λόγ. αφ- (δες απο-) ελνστ. ἑρματίζω `ενισχύω με έρμα΄ μτφρδ. γαλλ. délester]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go