Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφεντεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφεντεύω [afendévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) είμαι αφέντης, άρχοντας.

[μσν. αφεντεύω < αυθεντεύω (παρετυμ. διαφεντεύω) < αυθέντ(ης) -εύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφεντεύω [afendévo] ipf αφέντευα, aor αφέντεψα (subj αφεντέψω), pass αφεντεύομαι
  • ① trans have dominion over, rule, command, control (syn αρχοντεύω 1, διαφεντεύω, εξουσιάζω, ηγεμονεύω, κυβερνώ, ορίζω):
    • τον πύργο του θα τον αφεντεύουν ξένοι άρχοντες και τ' άρματά του θα πεταχτούν (Karvounis) |
    • τον ταγματάρχη Δ., που αφέντευε την Aιγιάλεια, .. τον σκότωσαν μολονότι ήταν δημοκρατικός (ChZalokostas) |
    • θωρούσε κατά τ' αψήλου πώς ν' αφεντέψει και τον αγέρα (Vlami) |
    • poem .. η γνώση σου τι να 'γινε, γι' αυτή που πριν περίσσια | κι όσοι από σένα εδώ αφεντεύουνται κι οι ξένοι σε δοξάζαν; (Homer Il 24.202 Kaz-Kakr)
  • ② intr be or become a ruler, rule (syn άρχω, κυβερνώ):
    • οι πόλεμοι αφεντεύουν στη γη μας· ο ένας σκοτώνει τον άλλο (Panagiotop) |
    • ο Π. είχε κάνει σηκωμό κι αφέντευε σ' όλους αυτούς τους τόπους (Petsalis) |
    • poem .. ξεχώριζε μες στους ανθρώπους όλους | σε πλούτη κι αγαθά κι αφέντευε στους Mυρμιδόνες μέσα (Homer Il 24.536 Kaz-Kakr)
  • ⓐ fig be or become a person of substance, be or become rich (syn αρχοντεύω 2):
    • folks. αφέντη μου, πεντάφεντε, πέντε βολές αφέντη, | πέντε βολές αφέντεψες και πάλε αφέντης είσαι (DPetrop)

[fr postmed & MG αφεντεύω, der of αφέντης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go