Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοϊκανοποιούμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοϊκανοποιούμαι [aftoikanopiúme] Ρ10.9β : α.αισθάνομαι αυτοϊκανοποίηση. β. αυνανίζομαι.

[λόγ. αυτο- + ικανοποιούμαι κατά το αυτοϊκανοποίηση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοϊκανοποιούμαι [aftoikanopiúme] ipf αυτοϊκανοποιούμουν, (L)
  • achieve sexual satisfaction by stimulating o.s., masturbate (syn αυνανίζομαι, near-syn αυτοηδονίζομαι):
    • έκανε γυμνικές επιδείξεις και αυτοϊκανοποιείτο

[fr kath (neol) αυτοϊκανοποιούμαι, cpd w. ικανοποιούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go