Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοϊκανοποιημένος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοϊκανοποιημένος, -η, -ο [aftoikanopiiménos] (L)
  • satisfied w. o.s. or one's condition, self-satisfied:
    • αυτοϊκανοποιημένες .. κατάξανθες Bενετσιάνες περιτυλιγμένες μέσα στη χλιδή (Thrylos) |
    • θέλει το ποίημά του ν' αυξαίνει .. και να μεταμορφώνεται εσωτερικά σ' έναν στοχασμό ποτέ αυτοϊκανοποιημένο (Spandonidis)

[cpd w. ικανοποιημένος; cf αυτοϊκανοποιούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go