Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοϊκανοποιημένος, -η, -ο [aftoikanopiiménos] (L)
- satisfied w. o.s. or one's condition, self-satisfied:
- αυτοϊκανοποιημένες .. κατάξανθες Bενετσιάνες περιτυλιγμένες μέσα στη χλιδή (Thrylos) |
- θέλει το ποίημά του ν' αυξαίνει .. και να μεταμορφώνεται εσωτερικά σ' έναν στοχασμό ποτέ αυτοϊκανοποιημένο (Spandonidis)
[cpd w. ικανοποιημένος; cf αυτοϊκανοποιούμαι]
- satisfied w. o.s. or one's condition, self-satisfied:



