Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοτραυματίζομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοτραυματίζομαι [aftotravmatízome] Ρ2.1β : τραυματίζω με τη θέλησή μου τον εαυτό μου, για δόλιο συνήθ. σκοπό: Aυτοτραυματίστηκε για να μην επιστρατευτεί.

[λόγ. αυτοτραυματ(ισμός) -ίζομαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: τραυματισμός - τραυματίζομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοτραυματίζομαι [aftotravmatízome] (L)
  • wound o.s. (on purpose)

[fr kath (neol) αυτοτραυματίζομαι, cpd w. τραυματίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go