Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοσχεδιάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοσχεδιάζω [aftosxeδiázo] Ρ2.1α : κάνω κτ. χωρίς προπαρασκευή, χωρίς προετοιμασία ή προηγούμενο σχεδιασμό: Aυτοσχεδιάζει ένας ομιλητής / ένας ηθοποιός / ένας μουσικός.

[λόγ. < αρχ. αὐτοσχεδιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοσχεδιάζω [aftosçe∂iázo] ipf αυτοσχεδίαζα, aor αυτοσχεδίασα (subj αυτοσχεδιάσω), pf & plupf έχω-είχα αυτοσχεδιάσει, pass 3sg αυτοσχεδιάζεται, (L)
  • improvise, extemporize, ad-lib:
    • ~ ομιλία, παραμύθι, στίχους |
    • αυτοσχεδιάζει ο δάσκαλος, ο ζωγράφος, ο ηθοποιός |
    • αυτοσχεδίασε μια πρόποση |
    • αυτοσχεδίασε τα λόγια του |
    • αυτοσχεδιάζονται τραγούδια |
    • χορεύει αυτοσχεδιάζοντας |
    • μου είναι αγαπητό το πορτρέτο μου, που ένα πρωί .. μου είχε αυτοσχεδιάσει, έτσι γοργά με δυο τρεις πινελιές του (Palam) |
    • αυτοσχεδίαζε το ρυθμό του σπιτιού, που έμελλε αργότερα να γίνει διάσημο (Venezis) |
    • κανένας μας αποδώ και πέρα δεν έχει την ειδική πείρα· θα αυτοσχεδιάζουμε (TAthanasiadis) |
    • η πάλη με τον κίνδυνο είναι βέβαιο ότι αναγκάζει τον άνθρωπο ν' αυτοσχεδιάζει (Theodorakop)

[fr kath αυτοσχεδιάζω ← AG, der of (AG, K) αὐτοσχέδιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go