Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοσυστήνομαι [aftosistínome] Ρ (βλ. συστήνω 1) : συστήνω 1 τον εαυτό μου.
[λόγ. αυτο- + συστήνομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσυστήνομαι [aftosistínome] (& αυτοσυστένομαι) ipf αυτοσυστηνόμουν, aor αυτοσυστήθηκα (subj αυτοσυστηθώ)
- introduce or present o.s. (syn αυτοπαρουσιάζομαι):
- αυτοδημιούργητος, καθώς κολακευόταν ν' αυτοσυστήνεται, είχε έρθει απ' το χωριό του μ' ένα χαρτί της τρίτης δημοτικού (KStergiop) |
- άκουε γύρω του να αυτοσυστένονται και χαμογελούσε σφίγγοντας τα χέρια (TAthanasiadis) |
- με την [επιστολή], αφού αυτοσυστηνόταν, του εξέφραζε το θαυμασμό και την αφοσίωσή του (Vacalop) |
- 'είμαι ο φύλακας', αυτοσυστήθηκε (Gialourakis)
[cpd w. συστήνομαι/συστήνω]
- introduce or present o.s. (syn αυτοπαρουσιάζομαι):