Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοπυρπολούμαι [aftopirpolúme] Ρ10.9β : πυρπολώ εκούσια τον εαυτό μου: Περιέλουσε τα ρούχα του με πετρέλαιο και κατόπιν αυτοπυρπολήθηκε με αποτέλεσμα να βρει οικτρό θάνατο. Aυτοπυρπολήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
[λόγ. αυτοπυρπόλ(ησις) -ούμαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: πυρπόλησις - πυρπολούμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπυρπολούμαι [aftopirpolúme] αυτοπυρπολείται, aor αυτοπυρπολήθηκα (subj αυτοπυρποληθώ), (L)
- set o.s. on fire:
- αυτοπυρπολήθηκε σε σπηλιά του Kοκκιναρά |
- απείλησε ότι θα αυτοπυρποληθεί |
- βλέπουμε τους βουδιστές μοναχούς, αλλά και τους φοιτητές της Γαλλίας, ν' αυτοπυρπολούνται (Panagiotop)
[fr kath (neol) αυτοπυρπολούμαι, cpd w. πυρπολούμαι (: Homer. πυρπολῶ)]
- set o.s. on fire: