Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοπροβάλλομαι [aftoproválome] aor subj αυτοπροβληθώ, (L)
- ① put o.s. forward, present or project o.s.:
- πρέπει ν' αναζητήσομε .. τον ποιητή όπως αυτοπροβάλλεται, .. όπως ο ίδιος συλλαμβάνει .. τον εαυτό του (Papanoutsos) |
- να προβληθούν από κάποιους, όχι ν' αυτοπροβληθούν, και οι πνευματικές αξίες του καιρού μας (Panagiotop)
- ⓐ project o.s. in the public eye, advertise or praise o.s., blow one's own horn (syn αυτοδιαφημίζομαι):
- ας μην αυτοπροβάλλονται ορισμένοι για τις επιτυχίες της παρέλασης
- ② promote or advance o.s. (socially, economically etc):
- oι άρχοντες, που επιδιώκουν να επωφεληθούν και να αυτοπροβληθούν, έχουν περισσότερες ικανότητες να κινηθούν (Vacalop)
[fr kath (neol) αυτοπροβάλλομαι, cpd w. προβάλλομαι]
- ① put o.s. forward, present or project o.s.:



