Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτονομιστής ο [aftonomistís] Ο7 θηλ. αυτονομίστρια [aftonomístria] Ο27 : αυτός που υποστηρίζει και διεκδικεί την αυτονομία χώρας, περιοχής, λαού κτλ.: Bάσκοι / Kούρδοι αυτονομιστές. Οι αυτονομιστές του Kεμπέκ. Ένοπλοι αυτονομιστές συγκρούστηκαν με κυβερνητικούς στρατιώτες. || (ως επίθ.): Aυτονομιστές αντάρτες.
[λόγ. < γαλλ. autonomiste < autonom(ie) < αρχ. αὐτονομ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. αυτονομισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτονομιστής [aftonomistís] ο, (L) polit
- proponent or supporter of autonomy or home rule, autonomist, separatist:
- εχθροπραξίες μεταξύ των αυτονομιστών και του στρατού [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1881, 1891, 1897]) αυτονομιστής, der of αυτόνομος w. suff -ιστής]
- proponent or supporter of autonomy or home rule, autonomist, separatist:



