Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκυβέρνητος, -η, -ο [aftocivérnitos] (L)
- self-ruled, self-governing, autonomous (syn αυτοδιοίκητος):
- είναι .. πολύ φυσικό το θέαμα της γαλήνης και της ανέσεως, που παρουσιάζει η αυτοκυβέρνητη αυτή χώρα (Papantoniou) |
- είναι σκοτεινές δυνάμεις απορρέουσες από αυτόνομα και αυτοκυβέρνητα ένστικτα (Panagiotop) |
- ο άνθρωπος, .. ώσπου να γίνει αυτόβουλος κι ~, περνάει ορισμένα δοκιμαστικά στάδια (Theodorakop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοκυβέρνητος, cpd w. *κυβερνητός (: κυβερνώ); cf ακυβέρνητος (Philo +), θεοκυβέρνητος (ByzG); cf ModG δυσκολοκυβέρνητος, δυσ-, ευκολο-, κακο-κυβέρνητος]
- self-ruled, self-governing, autonomous (syn αυτοδιοίκητος):



