Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκινητάδα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκινητάδα η [aftokinitáδa] Ο25α : διαδρομή με αυτοκίνητο για αναψυχή (βόλτα, εκδρομή): Εγκαινιάσαμε το καινούριο αυτοκίνητο με μια ~ στον παραλιακό δρόμο.

[αυτοκίνητ(ο) -άδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκινητάδα [aftocinitá∂a] η,
  • ① trip or ride in a car, car ride (syn αυτοκινητοδρομία 1):
    • του αρέσει η ~
  • ② in adv function by car:
    • πήγανε στην εξοχή ~

[der of αυτοκίνητο w. suff -άδα2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go