Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκαταστροφή η [aftokatastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοκαταστρέφομαι: Tάσεις αυτοκαταστροφής.
[λόγ. αυτο- + καταστροφή μτφρδ. αγγλ. self-destruction]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκαταστροφή [aftokatastrofí] η, (L)
- ① self-destruction (syn αυτοεξαφάνιση, near-syn αυτοκατάλυση 1):
- αμείλικτη, αναπόφευκτη ~ |
- μανία, τρέλα αυτοκαταστροφής |
- βρίσκουμε άλλες προφητείες, που μιλούν ειδικότερα για την ~ του ανθρώπινου γένους (Kanellop) |
- ο πόνος του για την ~ της αρχαίας δημοκρατίας είναι ανείπωτος (Theodorakop) |
- τάση αυτοκαταστροφής των γραμμάτων μας και των τεχνών (Theotokas) |
- φέρνουν μέσα τους το σπέρμα της αυτοκαταστροφής (Tachtsis)
- ② suicide (syn αυτοαναίρεση 2, αυτοκατάλυση 1b, αυτοκτονία, αυτοχειρία):
- αποφασίζει την ~ και γράφει στον πατέρα του ένα τελευταίο γράμμα (Panagiotop)
[fr kath (neol: N. Kοτζιάς, 1878 etc) αυτοκαταστροφή, cpd w. καταστροφή]
- ① self-destruction (syn αυτοεξαφάνιση, near-syn αυτοκατάλυση 1):



