Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκαλούμαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκαλούμαι [aftokalúme] αυτοκαλείται, aor αυτοκαλέστηκα, (L)
  • ① call o.s., style o.s., consider o.s. (syn αυτοαποκαλούμαι, αυτοθεωρούμαι, αυτονομάζομαι):
    • όλος ο κόσμος σήμερα αυτοκαλείται οικονομολόγος (Theotokas) |
    • πώς τολμάει .. μια ένωση που συκοφαντεί .. να αυτοκαλείται χριστιανική; (KPapa) |
    • σ' εφημερίδες, σε βιβλία ο M., ο μαθητής του Πλάτωνα όπως ο ίδιος αυτοκαλείται, αποτύπωσε τις ιδέες του κλ (Athanasiadis-N)
  • ② invite o.s. (syn αυτοπροσκαλούμαι):
    • η M. έκανε το πρώτο βήμα, όταν αυτοκαλέστηκε στο στούντιό του [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1831, 1855 etc]) αυτοκαλούμαι, cpd w. καλούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go