Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοεπαινούμαι [aftoepenúme] αυτοεπαινείται, aor subj αυτοεπαινεθώ, (L)
- praise o.s. (syn αυτοδιαφημίζομαι L, αυτοπαινεύομαι):
- οι δικοί μας αντιπρόσωποι ξανάρχισαν να αυτοθαυμάζονται και να αυτοεπαινούνται (Christidis) |
- ακόμα πιο λίγο είναι ώρα ν' αυτοεπαινεθούμε οι Eυρωπαίοι για ό,τι καλό έχουμε κάνει (Terzakis)
[fr kath (neol) αυτοεπαινούμαι, der of αυτοέπαινος; cf Koumanoudis (1889, 1897) αυτεπαινούμαι]
- praise o.s. (syn αυτοδιαφημίζομαι L, αυτοπαινεύομαι):