Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοεξυπηρετούμαι [aftoeksipiretúme] Ρ10.9β : α.για άτομα με σοβαρή σωματική ή διανοητική αναπηρία που μπορούν να εκτελούν μόνα τους, χωρίς τη βοήθεια άλλου τις συνήθεις δραστηριότητες (ντύσιμο, φαγητό κτλ.): Mε την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και άσκηση θα μπορεί τουλάχιστον να αυτοεξυπηρετείται. β. εξυπηρετούμαι σε κατάστημα, εστιατόριο κτλ. μόνος μου χωρίς τη βοήθεια υπαλλήλου: Aν βιάζεστε μπορείτε να αυτοεξυπηρετηθείτε.
[λόγ. αυτοεξυπηρέτ(ησις) -ούμαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: εξυπηρέτησις - εξυπηρετούμαι]