Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοεξολοθρεύομαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεξολοθρεύομαι [aftoeksoloθrévome] (L)
  • annihilate or destroy o.s. (syn αυτοκαταστρέφομαι):
    • αυτοεξολοθρεύονται για να δημιουργηθεί απάνω στον πλανήτη μας ένα νέο είδος ζώου με υπερανθρώπινες ιδιότητες (Papanoutsos)

[cpd w. εξολοθρεύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go