Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοεξολοθρεύομαι [aftoeksoloθrévome] (L)
- annihilate or destroy o.s. (syn αυτοκαταστρέφομαι):
- αυτοεξολοθρεύονται για να δημιουργηθεί απάνω στον πλανήτη μας ένα νέο είδος ζώου με υπερανθρώπινες ιδιότητες (Papanoutsos)
[cpd w. εξολοθρεύομαι]
- annihilate or destroy o.s. (syn αυτοκαταστρέφομαι):