Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοελέγχομαι [aftoeléŋxome] Ρ αόρ. αυτοελέγχθηκα, απαρέμφ. αυτοελεγχθεί : ελέγχω τον εαυτό μου, τις πράξεις μου, έχω αυτοέλεγχο.
[λόγ. αυτο- + ελέγχομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοελέγχομαι [aftoeléŋxome] (& αυτελέγχομαι)
- examine, judge, or criticize o.s. (syn αυτοδικάζομαι):
- ο άνθρωπος μπορεί και αποσπάται και ενεργεί εκούσια, αυτοεπισκοπείται και αυτοελέγχεται (Tatakis) |
- οι νέοι συχνά ελέχγουν τους άλλους, δεν αυτοελέγχονται (Panagiotop) |
- αυτοελέγχεται κανείς λέγοντας 'εγώ φταίω για όλα' (Stathis)
[fr kath (neol) αυτοελέγχομαι, cpd w. ελέγχομαι, this being of mi of ελέγχω]
- examine, judge, or criticize o.s. (syn αυτοδικάζομαι):



