Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιοίκητος -η -ο [aftoδiíkitos] Ε5 : (για διοικητικές περιοχές) που πρέπει να αυτοδιοικείται, που αυτοδιοικείται· αυτοδιοικούμενος: Tο Άγιο Όρος είναι, σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους.
[λόγ. αυτο- + διοικη- (διοικώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιοίκητος, -η, -ο [afto∂iícitos]
- self-ruled, self-governing, autonomous (syn αυτοδιοικούμενος, αυτοκυβέρνητος, αυτοκυβερνώμενος, near-syn αυτόνομος 1):
- είτε υπάρχει είτε λείπει η πολιτική ανεξαρτησία στους Έλληνες, οι πολιτείες τους μένουν πάντα κάπως αυτόνομες και αυτοδιοίκητες (IDragoumis) |
- από κολέγιο που ήταν, έγινε πανεπιστήμιο αυτοδιοίκητο και αυτόνομο (Venezis) |
- στα χρόνια της τυραννικής δουλείας, .. οι μονές ήταν αυτοδιοίκητες (Skouzes) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[Sp. Trikoupis, D.N. Vernardakis 1867 etc]) αυτοδιοίκητος, cpd w. *διοικητός (: διοικώ); cf αδιοίκητος, ευδιοίκητος, δυσ-διοίκητος, πολυ-διοίκητος]
- self-ruled, self-governing, autonomous (syn αυτοδιοικούμενος, αυτοκυβέρνητος, αυτοκυβερνώμενος, near-syn αυτόνομος 1):



