Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδικάζομαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδικάζομαι [afto∂ikázome] (L)
  • put o.s. on trial, judge o.s. (syn αυτοελέγχομαι, αυτοκρίνομαι):
    • όταν ένας λαός έχει τη δύναμη να αυτοδικάζεται και να αυτοτιμωρείται, πώς θέλετε να μην φτάσει το ύψος που έφτασε; (Athanasiadis-N)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοδικάζομαι, cpd w. δικάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go