Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδικάζομαι [afto∂ikázome] (L)
- put o.s. on trial, judge o.s. (syn αυτοελέγχομαι, αυτοκρίνομαι):
- όταν ένας λαός έχει τη δύναμη να αυτοδικάζεται και να αυτοτιμωρείται, πώς θέλετε να μην φτάσει το ύψος που έφτασε; (Athanasiadis-N)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοδικάζομαι, cpd w. δικάζομαι]
- put o.s. on trial, judge o.s. (syn αυτοελέγχομαι, αυτοκρίνομαι):