Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδιδασκαλία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοδιδασκαλία η [aftoδiδaskalía] Ο25 : μέθοδος μάθησης χωρίς δάσκαλο που στηρίζεται στην άσκηση και στην απόκτηση πείρας.

[λόγ. αυτο- + διδασκαλία κατά το αυτοδίδακτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιδασκαλία [afto∂i∂askalía] η, (L)
  • act or process of teaching o.s., self-instruction (syn αυτοδιδαχή):
    • σύστημα αυτοδιδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[K. Kούμας]) αυτοδιδασκαλία, cpd w. kath διδασκαλία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go