Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιαψεύδομαι [aftoδiapsévδome] Ρ αόρ. αυτοδιαψεύστηκα και αυτοδιαψεύσθηκα, απαρέμφ. αυτοδιαψευστεί και αυτοδιαψευσθεί, μππ. αυτοδιαψευσμένος : διαψεύδω μόνος μου, με τη δική μου στάση ή τους δικούς μου λόγους, τον εαυτό μου.
[λόγ. αυτο- + διαψεύδομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιαψεύδομαι [afto∂iapsév∂ome] (L)
- give the lie to o.s., prove o.s. false, deny one's own words:
- η ηγεσία του κόσμου αντιφάσκει, ψεύδεται κι αυτοδιαψεύδεται αμέτρητες φορές (Terzakis)
[fr kath (neol) αυτοδιαψεύδομαι, cpd w. διαψεύδομαι (cf διαψεύδω)]
- give the lie to o.s., prove o.s. false, deny one's own words: