Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιαφημίζομαι [aftoδiafimízome] Ρ2.1β : διαφημίζω τον εαυτό μου.
[λόγ. αυτο- + διαφημίζομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιαφημίζομαι [afto∂iafimízome] pf & plupf έχω-είχα αυτοδιαφημισθεί
- advertise, praise, or promote o.s., blow one's own horn (syn αυτοεπαινούμαι, αυτοπροβάλλομαι):
- δίνει αφορμή σε διάφορους αργόσχολους παπάδες να αυτοδιαφημίζονται υπολογίζοντας με σπουδαιοφάνεια τις ημερομηνίες του Πάσχα (AVlachos) |
- εδώ ουσιαστικά αυτοδιαφημίζεται ο δίκαια υπερήφανος ποιητής (Kanellop) |
- [οι μεγάλοι γείτονες] είχαν τόσο αυτοδιαφημισθεί σαν προστάτες των χριστιανών της Aνατολής (Vranousis)
[fr kath (neol) αυτοδιαφημίζομαι (cf Koumanoudis αυτοδιαφημιζόμενος), cpd w. διαφημίζομαι]
- advertise, praise, or promote o.s., blow one's own horn (syn αυτοεπαινούμαι, αυτοπροβάλλομαι):