Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδιαφήμιση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοδιαφήμιση η [aftoδiafímisi] Ο33 : το να διαφημίζει κάποιος τον εαυτό του.

[λόγ. αυτο- + διαφήμι(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιαφήμιση [afto∂iafímisi] η, (L)
  • act or process of advertising or praising o.s. or one's own products, self-promotion, self-praise (syn αυτοέπαινος, αυτοπροβολή):
    • και το πιο άξιο βιβλίο, για να προσελκύσει την κοινή προσοχή, χρειάζεται ή συστηματική .. ~ ή μια δίκη (Panagiotop) |
    • το κοινό τούς παρακολουθεί .. έτοιμο να παρεξηγήσει κάθε ατομική τους εξομολόγηση σαν απόπειρα για ~ (Theotokas) |
    • πόθος τους δεν είναι το δημόσιο συμφέρον, αλλά η αυτοδιαφήμισή τους (Christidis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1898]) αυτοδιαφήμισις, cpd w. kath διαφήμισις (1887 etc)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go