Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδεσμεύω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδεσμεύω [afto∂ezmévo] mi αυτοδεσμεύομαι, aor subj αυτοδεσμευθώ, pf & plupf έχω-είχα αυτοδεσμευθεί
  • ① bind or restrict voluntarily, or through one's own action:
    • μόνος του αυτοδεσμεύει ο άνθρωπος ηθικά τη βούλησή του (Theodorakop)
  • ② bind, restrict, or commit o.s., (near-syn αυτοπεριορίζομαι):
    • ο πρωθυπουργός αρνήθηκε να αυτοδεσμευθεί με δήλωσή του |
    • το πνεύμα στην επιστήμη .. αυτοδεσμεύεται (Tatakis) |
    • ηθικά ο άνθρωπος αυτοδεσμεύεται από μέσα του, δεν του επιβάλλεται τίποτα απέξω (Theodorakop) |
    • είναι μια αναβίωση πρωτογόνων ενστίκτων, που είχαν κατά μέρος αυτοδεσμευθεί (Panagiotop)

[fr kath (neol) αυτοδεσμεύομαι, cpd w. δεσμεύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go