Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδίκαια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδίκαια [afto∂ícea] adv (L)
  • by the mere operation of the law, ipso jure (syn αυτοδικαίως 1):
    • μια και η πίστη τους στο μη παροδικό τούς ξεχωρίζει, τότε και η παραίτηση ~ τους απομακρύνει (Angelou)

[der of αυτοδίκαιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go