Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοβοήθεια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοβοήθεια [aftovoíθia] η, (L)
  • assistance provided to o.s., self-help (ant αλληλοβοήθεια):
    • σύστημα αυτοβοήθειας απόρων φοιτητών |
    • η ουσία αυτού του προγράμματος είναι να διδάξει στο χωρικό την ~ και να τον τονώσει τεχνικά κι οικονομικά (Evelpidis)

[fr kath (neol: A. R. Rangavis, 1875) αυτοβοήθεια, cpd w. βοήθεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go