Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοαποκαλούμενος, -η, -ο [aftoapokalúmenos] (L)
- calling o.s., self-styled (syn αυτοκαλούμενος, αυτονομαζόμενος, αυτοτιτλοφορούμενος):
- ~ ηγέτης |
- αυτοαποκαλούμενη ουδετερόφιλη κυβέρνηση |
- οι νόμοι έχουν εγκριθεί από την αυτοαποκαλούμενη βουλή του τουρκοκυπριακού κράτους
[fr kath αυτοαποκαλούμενος, prp of αυτοαποκαλούμαι]
- calling o.s., self-styled (syn αυτοκαλούμενος, αυτονομαζόμενος, αυτοτιτλοφορούμενος):



