Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοαποκαλούμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοαποκαλούμαι [aftoapokalúme] Ρ10.10β παθ. αόρ. αυτοαποκλήθηκα, απαρέμφ. αυτοαποκληθεί : αποδίδω μόνος μου στον εαυτό μου μια ονομασία, μια ιδιότητα, ένα χαρακτηρισμό (που δεν είναι αποδεκτά από τον ομιλητή): Είχαν το θράσος να αυτοαποκαλούνται σωτήρες μας, ενώ ήταν αυτοί που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη εθνική συμφορά. Οι αυτοαποκαλούμενοι εθνοσωτήρες.

[λόγ. αυτο- + αποκαλούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοαποκαλούμαι [aftoapokalúme] αυτοαποκαλείται, (L)
  • call o.s., term o.s., style o.s. (syn αυτοβαφτίζομαι, αυτοθεωρούμαι, αυτοκαλούμαι 1, αυτονομάζομαι, αυτοτιτλοφορούμαι):
    • αυτοαποκαλείται καθηγητής, φιλελεύθερος |
    • ~ επαγγελματίας δολοφόνος |
    • ~ 'ταπεινός μαθητής του μεγάλου Oμήρου' (Palam) |
    • οι Έλληνες αυτοαποκαλούνται Pωμιοί, Xριστιανοί και Γραικοί (IPetrop) |
    • η λογοτεχνία μας .. έμεινε πάντα υπόθεση των λίγων, .. των εκλεκτών, όπως εγωιστικά αυτοαποκαλούνται (NMatsas) |
    • οι δυνάμεις της τάξεως, όπως αυτοαποκαλούνται, έχουν .. με το μέρος τους μια τουλάχιστον ουδέτερη πλειοψηφία (Nestor)

[fr kath (neol) αυτοαποκαλούμαι, cpd w. αποκαλούμαι, AG ἀποκαλῶ (-έω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go