Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοέπαινος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοέπαινος [aftoépenos] ο, (L)
  • self-praise, self-laudation (syn αυτοδιαφήμιση):
    • επίδειξη αυτοέπαινου |
    • δεν θυμήθηκαν .. πόσο βαθιά ο ~ τούτος είναι ριζωμένος μέσα στις αρχαϊκές ανάγκες (Karouzos) |
    • κατάληξε .. στον αυτοέπαινο, που του ήταν πια αναγκαίος, για να μπορέσει να σταθεί (Chatzinis) |
    • η διεκδίκηση τούτη ξεπροβάλλει κάτω από κάθε αράδα, επάνω από κάθε αυτοέπαινο, μέσα από κάθε υπαινιγμό (Chourmouzios) |
    • απομακρύνει με πολλή τέχνη την ιδέα του αυτοεπαίνου, που είναι μάλλον αντιπαθής (Papatsonis)

[fr kath (neol) αυτοέπαινος bes (Koumanoudis) αυτέπαινος, cpd w. έπαινος; cf MG (schol.) adj αυτοέπαινος 'praising o.s.', PatrG 'praiseworthy']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go