Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτιάζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτιάζομαι [aftxázome] Ρ2.1β : (λογοτ.) ακούω. α. εντείνω την ακοή μου, τεντώνω τοαυτί μου για να ακούσω καλά: Στέκονται κι αυτιάζονται (ν΄ ακούσουν) τη μακρινή μουσική. β. τρομάζω στο άκουσμα ενός ήχου ή ακούω από το φόβο μου ανύπαρκτους ήχους: Aυτιάζεται και τρέμει σαν λαγός. || ανησυχώ, φοβάμαι, βρίσκομαι σε διέγερση, εγρήγορση από φόβο.

[αυτ(ί) -ιάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go