Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτεπάγγελτα [aftepáŋɟelta] adv (L) law
- by virtue of one's office or jurisdiction, ex officio (syn αυτεπαγγέλτως 1):
- η πράξη της αιμομιξίας διώκεται ~ |
- θα επέμβουν ~ να εντοπίσουν όλες τις παράνομες συνδέσεις |
- [ο εισαγγελέας] φώναξε ν' ακούσει τη γνώμη τους, ~, έναν καθηγητή .. και δύο συγγραφείς (Panagiotop) |
- το δικαστήριο δεν παίρνει ~ υπόψη του την παραγραφή που δεν προτάθηκε (Christidis AK)
[der of αυτεπάγγελτος]
- by virtue of one's office or jurisdiction, ex officio (syn αυτεπαγγέλτως 1):



