Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτενεργώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτενεργώ [aftenerγó] Ρ10.9α : ενεργώ από δική μου πρωτοβουλία, παρόρμηση, χωρίς να παρακινούμαι από άλλον· ενεργώ αυτόβουλα: Aφήνοντας το μαθητή ελεύθερο να αυτενεργήσει του προσφέρουμε την ικανοποίηση ότι μόνος του κατακτά τη γνώση.

[λόγ. αυτενέργ(εια) -ώ κατά το σχ.: ενέργεια - ενεργώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτενεργώ [aftenerγό] aor subj αυτενεργήσω, (L)
  • act of one's own accord, behave independently or spontaneously:
    • οι πληθυσμοί αυτοί .. ήσαν εκ φύσεως .. διατεθειμένοι να συνεταιρίζονται και να αυτενεργούν (Papantoniou) |
    • προσπάθειά μας ήταν .. ν' αυτενεργούν [τα παιδιά] με πραγματικό ενδιαφέρον (Delmouzos) |
    • ο θεατής .. για να γίνει μέτοχος του έργου, πρέπει να κοπιάσει, .. να αυτενεργήσει (Dizikirikis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτενεργώ, der of αυτενεργός (Koumanoudis) or cpd w. ενεργώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go