Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτασφάλιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτασφάλιση η [aftasfálisi] Ο33 : η ασφάλιση που κάνει κάποιος (εργαζόμενος ή εργοδότης) για τον εαυτό του αναλαμβάνοντας ο ίδιος την υποχρέωση να καταβάλλει τα ασφαλιστικά έξοδα· αυτασφάλεια.

[λόγ. αυτ(ο)- + ασφάλι(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-insurance]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go