Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτασφάλεια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτασφάλεια η [aftasfália] Ο27 : αυτασφάλιση.

[λόγ. αυτ(ο)- + ασφάλεια μτφρδ. αγγλ. self-insurance]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτασφάλεια [aftasfália] η, (L)
  • ① safety of o.s., personal safety:
    • το αίσθημα της αυτασφάλειας |
    • για λόγους σκοπιμότητας, δηλαδή αυτασφάλειας, δεν πλησιάζουμε το επικίνδυνο κέντρο του προβλήματος (Maronitis)
  • ② insurance coverage provided by o.s. or by a group of which one is a member, self-insurance, mutual insurance:
    • αυτασφάλιση των αγροτών |
    • έκαναν μεταξύ τους αυτασφάλειες, για να μοιράζονται τους κινδύνους (ChZalokostas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτασφάλεια (1893, 1894, 1898), cpd w. ασφάλεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go